Η δική μου αναρχία (Greek)

The following translation was completed by Violent by Design [Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών] and published in 2014 on the blog Inter Arma.


Το κείμενο αυτό γράφτηκε την άνοιξη του 1981 και δημοσιεύτηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 2012, στην έντυπη έκδοση «Free Life, The Journal of the Libertarian Alliance» της ομώνυμης ιστοσελίδας [http://www.la-articles.org.uk/]

Το 1947, στην ηλικία των 17χρόνων, άρχισα να αυτοαποκαλούμαι αναρχικός. Έχοντας κάνει μια θητεία γύρω στα τρία χρόνια στο σοσιαλιστικό κίνημα, όπως ήταν φυσικό, αντελήφθην την αναρχία ως μια μορφή κομμουνισμού. Στη θέση του Bukharin τοποθέτησα τον Bakunin, στη θέση του Kautsky τον Kropotkin και στη θέση του Marx, τον Malatesta, η κοινοκτημοσύνη, όμως, σαν απότερος σκοπός, παρέμεινε η ίδια, ακόμα κι αν η διαδρομή ήταν τώρα πια διαφορετική. Και ήταν αυτός ο στόχος, προς τον οποίο κατευθύνθηκα τα επόμενα δέκα χρόνια, παρά τα διαφορετικά σημεία στα οποία έδωσα έμφαση και τις διαφορετικές τακτικές.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, άρχισα να έχω σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της αναρχίας με τον κομμουνισμό. Αρχικά, η κριτική μου στην αναρχία ως ένα είδος κομμουνισμού, ήταν ήπια και εστίαζε κυρίως στην ανάδειξη του γεγονότος ότι υπήρχαν άλλοι τρόποι ανάγνωσης της αναρχίας από την κομμουνιστική. Τότε, το 1961, διάβασα το «Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του» του Max Stirner και πείστηκα ότι η αναρχία δεν ήταν μια μορφή κομμουνισμού, αλλά μια μορφή ατομικισμού. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα τότε και στο οποίο εμμένω μέχρι σήμερα, ήταν πως ο ατομικισμός, όπως λέει και ο John Beverley Robinson, είναι «η συνειδητοποίηση του ίδιου του ατόμου ότι βρίσκεται πάνω από κάθε θεσμό και τύπο, ότι αυτά υπάρχουν στο μέτρο που ο ίδιος επιλέγει να τα κάνει δικά του με την αποδοχή τους» και, πιο αναλυτικά, είναι «η συνειδητοποίηση του ατόμου ότι είναι ο ένας, πως σε ό,τι αφορά τον ίδιο, είναι μοναδικός». (Αυτό δεν αποτελεί κάποιο είδος σολιψισμού. Ο Robinson πάει και παραπέρα, για να αναγνωρίσει την ύπαρξη «κι άλλων ατόμων». «Κανείς, όμως, από αυτούς δεν είναι σαν τον ίδιο. Εκείνος ξεχωρίζει. Η συνείδησή του, οι επιθυμίες και οι πηγές από τις οποίες αντλεί ικανοποίηση με βάση αυτή, είναι κάτι μοναδικό, κανένας άλλος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σ’αυτή»).

Σαν επακόλουθο αυτού, του ότι δεν αναγνώριζαν κανένα τύπο και κανένα θεσμό ως έχοντες εξουσία πάνω τους, ήρθε το γεγονός πως οι ατομικιστές ήταν, λογικά, αναρχικοί. Και, επειδή αρνούνταν την εγκυρότητα της όποιας εξουσίας πάνω στο άτομο, οι αναρχικοί ήταν, λογικά, ατομικιστές, δεδομένου ότι η άρνηση αυτή επιβεβαίωνε την πρωτοκαθεδρία του ατόμου. Η αναρχία μου, τότε, απελευθερώθηκε από τα τελευταία απομεινάρια εκείνου του αλτρουϊστικού ιδεαλισμού, ο οποίος θέτει εκτός υπηρεσίας το Θεό και το κράτος, μόνο για να τα αντικαταστήσει με την υπηρεσία στο όνομα της Κοινωνίας και της Ανθρωπότητας. Και πέραν αυτού, η αναρχία, όπως τη βλέπω τώρα, ξετρύπωσε την εξουσία από την τελευταία της κρυψώνα μέσα σε φαντάσματα όπως το «καθήκον» και η «ηθική υποχρέωση» και ρίζωσε βαθιά στο συνειδητό εγωισμό.

Ο πρότερος στόχος μου περί ακρατικής κομμουνιστικής κοινωνίας, μου έγινε απωθητικός. Νιώθοντας έντονα την ανάγκη διατήρησης της ατομικότητάς μου, δεν επιθυμούσα επουδενί να διαλύσω το εγώ μου μέσα στην αμορφία ενός ισόνομου κοπαδιού. Ο κομμουνισμός θα με καθιστούσε ανίσχυρο, πριν κι από την οικονομική κολλεκτιβοποίηση. Η κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής θα με έφερνε αντιμέτωπο με την επιλογή: ενσωμάτωση ή περιθώριο. Η οποιαδήποτε ομάδα, ή ομοσπονδία ομάδων, μπορεί να είναι τόσο ισχυρή όσο το οποιοδήποτε Κράτος, εάν αυτή μονοπωλήσει, σε οποιαδήποτε περιοχή, τις επιλογές δράσεις και συνειδητοποίησης. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο κοινωνικός ολοκληρωτισμός, ακόμα κι αν αυτός εφαρμοζόταν στο όνομα της «αναρχίας». Επί του πρακταίου, ο ακρατικός κομμουνισμός θα συσσώρευε το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας στα χέρια των μαζικών συνελεύσεων, ή των εκλεγμένων εκπροσώπων. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, θα εκφραζόταν ως μια de facto διακυβέρνηση του ατόμου από την πλειοψηφία. Ποια δύναμη θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω εάν, για παράδειγμα, έμενα κολλημένος στη βάση της πυραμίδας των εργατικών συμβουλίων, τα οποία ενδείκνυνται ως διοικητικές δομές στην κομμουνιστική κοινωνία; Στην καλύτερη των περιπτώσεων, και στην πιο αγνή του μορφή, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να παράξει μια «αναρχία» του συνόλου. Δε θα παρήγαγε την αναρχία του ατόμου.

Αυτή, όμως, η απόρριψη της κομμουνιστικής ουτοπίας, δεν τελειοποίησε τον ορισμό που έδωσα στην αναρχία ως μορφή ατομικισμού. Ο κομμουνισμός ήταν αναμφίβολα ασύμβατος με την αναρχία, η αναρχία, όμως, ήταν άραγε συμβατή με οποιαδήποτε κανονιστική κοινωνική τάξη; Με άλλα λόγια, ήταν δυνατό να αντιλαμβανόμαστε την αναρχία ως ένα κοινωνικό σχηματισμό;

Στο «Ο Άνθρωπος ενάντια στο κράτος», ο Herbert Spencer σημειώνει ότι «η κοινωνική οργάνωση έχει νόμους οι οποίοι υπερπηδούν τις επιθυμίες του ατόμου. Και η μη τήρηση αυτών, οφείλει να είναι καταστροφική». Αφήνοντας κατά μέρους το σχετικό ερώτημα: καταστροφική για ποιόν; Μπορώ να δώ πού το πάει ο Spencer. Οι περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται αναρχικοί, εικάζουν πως η εξαφάνιση του Κράτους θα σημαίνει και την εξαφάνιση της εξουσίας. Είναι αλήθεια πως μια δημοφιλέστατη απάντηση σ’αυτούς οι οποίοι τοποθετούνται ενάντια στη δυνατότητα ύπαρξης κοινωνίας χωρίς διακυβέρνηση, είναι τα παραδείγματα πρωτόγονων κοινωνιών, οι οποίες είναι ή ήταν ακρατικές, θέτοντας το ερώτημα, αφού μπορούν εκείνοι να λειτουργήσουν μ’αυτόν τον τρόπο, γιατί όχι κι εμείς; Για παράδειγμα, ο Hubert Deschamps στο βιβλίο του «Οι πολιτικοί θεσμοί της Μαύρης Αφρικής» περιγράφει φυλές, στο εσωτερικό των οποίων «δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα ηγεσίας, ούτε καταναγκαστικών θεσμών. Οι προστριβές μειώνονται στο ελάχιστο λόγω της απουσίας κοινωνικών διαφοροποιήσεων, καθιστώντας αδύνατο για κάποιον να υπερισχύσει έναντι του άλλου, και όλων, λόγω της εκ φύσεως υποταγής σε έθιμα των προγόνων» (δική μου έμφαση) [2]. Σε τέτοιες κοινωνίες, λοιπόν, δεν υπάρχει κάθετη εξουσία που να ασκείται από το Κράτος, υπάρχει, όμως, μια οριζόντια εξουσία η οποία ασκείται από την «κοινωνία», με τη μορφή «εθίμων των προγόνων» – εθίμων που συχνά είναι πανταχού παρόντα και δεσποτικά, περισσότερο ακόμα κι από τις σύγχρονες κυβερνήσεις! Το γεγονός ότι ένα τέτοιο μοντέλο κοινωνικού ελέγχου υπάρχει στο μυαλό πολλών δηλωμένων αναρχικών, καταδεικνύεται στη μπροσούρα του Nicolas Waiter, «Σχετικά με τον Αναρχισμό» (About Anarchism). Ο ίδιος ισχυρίζεται εδώ πως «στα πλαίσια μιας πιο ελευθεριακής κοινωνίας» η «κατάλληλη αντιμετώπιση της παραβατικότητας θα ήταν μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, και δε θα μετατρεπόταν σε ένα θεσμοθετημένο σύστημα τιμωρίας. Η έσχατη λύση δε θα ήταν η φυλάκιση ή ο θάνατος, αλλά ο αποκλεισμός ή η απομάκρυνση». Η ίδια «έσχατη λύση» πολλών πρωτόγονων κοινωνιών ενάντια σε όσους παραβίαζαν τα έθιμά τους, προβλέπεται και ως μηχανισμός μιας αναρχικής κοινωνίας, πιθανότατα στη λογική του να έχουμε ένα καλό μέλλον, μέσω τους παρελθόντος μας.

Εξ’ όσων γνωρίζω από ιστορία, δε φαίνεται να έχει υπάρξει κάποια οργανωμένη συλλογικότητα άνευ εξουσίας, είτε νομοθετικής, είτε εθιμοτυπικής. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι όλες οι συλλογικοποιήσεις χρειάζονται νόρμες, πάνω στις οποίες τα μέλη τους θα συμμορφώνονται, προκειμένου να είναι λειτουργικές. Και οι νόρμες αυτές χρειάζονται κυρώσεις, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν την τήρησή τους από οποιοδήποτε απείθαρχο άτομο. Οι κυρώσεις αυτές μπορεί να είναι εθιμοτυπικής φύσης, θρησκευτικής, πολιτικής, οικονομικής ή ηθικής, όλες, όμως, προστίθενται στην άσκηση εξουσίας πάνω στο άτομο. Η αναρχία δεν αποτέλεσε ποτέ μια κοινωνική φόρμα, ούτε μπορεί ποτέ να αποτελέσει τέτοια. Στην πραγματικότητα, θεωρώ μέγιστο λάθος το να αντιμετωπίζεται η αναρχία ως μια κοινωνική θεωρία. Δεν περιμένω από κανένα είδος κοινωνίας να εξασφαλίσει ή να σεβαστεί την ατομικότητά μου, δεδομένου πως όλες οι κοινωνίες πασχίζουν να υπονομεύσουν την αυτοκυριότητα που αποτελεί τη βάση της. Όλες πασχίζουν να παίξουν το ρόλο της αρχής πάνω στην ύπαρξη και τη συμπεριφορά μου, με τα ιδεώδη περί συνεργασίας ή συναγωνισμού, ή αδελφοσύνης, ή κοινού καλού, ή αγάπης, όπως η κυρίαρχη ομάδα της εκάστοτε κοινωνίας τα ορίζει. Σε όλες τις κοινωνίες, ως εκ τούτου, το άτομο, το οποίο υποτίθεται πως είναι το βασικό σημείο εστίασης όλων των προνομίων, χάνεται μέσα στο συνοθύλευμα των γενικοτήτων, οι οποίες στέκονται απέναντι και πάνω από την ιδιαιτερότητα και τη συγκεκριμενοποίησή του. Για τον λόγο αυτό, ο πόλεμος ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία θα συνεχιστεί όσο υπάρχουν και τα δύο. Η αναρχία δεν είναι κοινωνική φόρμα. Είναι η αιχμή του ατομικισμού, η άρνηση στα πλαίσια μιας εγωιστικής φιλοσοφίας. Ο αναρχικός δεν είναι ένας πλανόδιος μικροπωλητής συστημάτων κοινωνικής σωτηρίας, αλλά ένας μονίμως αντιστεκόμενος σε κάθε προσπάθεια υπαγωγής της μοναδικότητας του ατόμου στην εξουσία της συλλογικότητας. Ο αναρχικός είναι κάποιος ο οποίος αρνείται να παρασυρθεί ακόμα κι από το πιο λαμπερό ή το πιο ορθολογικό όραμα μιας κοινωνίας, μέσα στην οποία οι διάφοροι εγωισμοί θα τιθασεύονται, προκειμένου να εναρμονιστούν ο ένας με τον άλλο. [3]

Στην προαναφερθείσα μπροσούρα του Nicolas Walter, το είδος της αναρχίας το οποίο υπογραμμίζω απορρίπτεται, ίσως, με περιφρόνηση, ως κατάλληλο για «ποιητές και αλήτες», ως «αναρχία στο εδώ και το τώρα, αν όχι πανανθρώπινη, τότε στη ζωή του καθενός».

Επί της ουσίας, όμως, πού και πότε άλλοτε θα μπορούσε κάποιος να την περιμένει;

Υποσημειώσεις:
[1] Σε ολόκληρο το αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη anarchism. 
[2] Κατά την αναζήτηση του πρωτότυπου κειμένου, δε βρέθηκε κάποια έμφαση του συντάκτη.
[3] Η έμφαση των μεταφραστών.

———

Μετάφραση: Violent by Design [Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών]